- ζελάς
- ζελᾱς, ὁ (Μ)(στον Ησύχ. ζίλαι και στον Φώτ. ζειλά, (γεν. και δοτ. ζελά)στον Εύπ. και δοτ. τῷ ζήλα)κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη θρακικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… … Dictionary of Greek